- απεσπασμένος
- κ. αποσπασμένος, -η, -οβλ. αποσπώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπεσπασμένος — ἀποσπάω tear perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκτακτος — η, ο (AM ἔκτακτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται ή προσλαμβάνεται έξω από την κανονική σειρά, ως βοηθητικός («έκτακτος υπάλληλος, καθηγητής») 2. ο μη τακτικός, ο μη προβλεπόμενος, απρόβλεπτος, ειδικός, ιδιαίτερος («έκτακτα έξοδα, φόροι») 3.… … Dictionary of Greek
αποσπώ — (ΑΜ ἀποσπῶ, άω) 1. τραβώ βίαια, αποχωρίζω 2. απομακρύνω κάποιον από κάτι μσν. νεοελλ. 1. τραβώ, ξεριζώνω 2. (για δέντρα) σπάζω 3. ελευθερώνω νεοελλ. (για υπαλλήλους και στρατιωτικούς) μετακινώ κάποιον προσωρινά από την οργανική του θέση σε άλλη… … Dictionary of Greek
μονορ(ρ)ήξ — μονορ(ρ)ῆξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει σχιστεί από πάνω μέχρι κάτω («ἀπερρηγμένος, ἀπεσπασμένος», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ρρηξ (< ῥήγνυμι)] … Dictionary of Greek
ԱՆՋԱՏ — (ի, ից.) NBH 1 0232 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 13c ա. (ʼի Համ կամ Ըն, Զատ.) διηρήμενος, διαίρετος, ἁπεσπάσμενος, ἁπεσχίσμενος divisus, amotus եւ այլն. Ի բաց զատեալ, որոշեալ, բաժանեալ. զատանելի. բաժանելի. հեռի.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀԱՏԵԱԼ — ( ) NBH 2 0058 Chronological Sequence: Early classical ՀԱՏԵԱԼՆ. ἁπεσπάσμενος avulsus. Որպէս Մաշեալ, ոյր արութիւնք են ʼի բաց հանեալ. ... *Զքածաւարոտն եւ զհատեալն մի՛ մատուցանիցես տեառն. Ղեւտ. ՟Ի՟Բ. 24 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)